Α΄ Βασιλεων (Ή Βασιλειων Γ΄) 11:13-20 TGV

13 Ωστόσο δε θα πάρω ολόκληρη τη βασιλεία. Θ’ αφήσω στο γιο σου μία φυλή, για χάρη του Δαβίδ, του δούλου μου, και για χάρη της Ιερουσαλήμ, της εκλεκτής μου πόλης».

14 Τότε ξεσήκωσε ο Κύριος εναντίον του Σολομώντα έναν εχθρό του, έναν Εδωμίτη που λεγόταν Αδάδ, απόγονο του βασιλικού οίκου της Εδώμ.

15-16 Την εποχή που ο Δαβίδ κατέλαβε το βασίλειο της Εδώμ, ο αρχιστράτηγος Ιωάβ είχε πάει με το στρατό κι έμεινε εκεί έξι μήνες, προκειμένου να θάψει τους νεκρούς στρατιώτες των Ισραηλιτών. Τότε σκότωσε και όλα τα αρσενικά της Εδώμ.

17 Από κείνη τη σφαγή γλίτωσε ο νεαρός τότε Αδάδ και μαζί του αρκετοί Εδωμίτες, δούλοι του πατέρα του, οι οποίοι κατέφυγαν στην Αίγυπτο.

18 Έφυγαν όλοι τους από την περιοχή της Μαδιάμ και πήγαν στην έρημο Φαράν· από ’κει πήραν μαζί τους μερικούς άντρες και πήγαν στην Αίγυπτο, στο Φαραώ. Αυτός πρόσφερε στον Αδάδ στέγη και κτήματα και διέταξε να του δοθούν τρόφιμα για τη διατροφή του.

19 Ο νεαρός Αδάδ απέκτησε την εύνοια του Φαραώ, ο οποίος του έδωσε γυναίκα την αδερφή της γυναίκας του, της βασίλισσας Ταχπενές.

20 Η αδερφή της Ταχπενές γέννησε στον Αδάδ γιο, το Γενουβάθ, τον οποίο τον ανέθρεψε η ίδια μέσα στο ανάκτορο του Φαραώ. Εκεί ο Γενουβάθ ζούσε συντροφιά με τους κανονικούς γιους του Φαραώ.