Α΄ Βασιλεων (Ή Βασιλειων Γ΄) 18:38-44 TGV

38 Τότε έπεσε η φωτιά του Κυρίου και έκαψε εντελώς το ολοκαύτωμα και τα ξύλα, τις πέτρες και το χώμα, κι έγλειψε ως και το νερό του αυλακιού.

39 Όταν το είδαν αυτό, έσκυψαν όλος ο λαός το κεφάλι τους και είπαν: «Ο Κύριος, αυτός είναι ο Θεός· ο Κύριος, αυτός είναι ο Θεός!»

40 Τότε ο Ηλίας τούς είπε: «Πιάστε τους προφήτες του Βάαλ· να μη σας ξεφύγει κανείς». Τους συνέλαβαν, κι ο Ηλίας τους κατέβασε στο χείμαρρο Κισών κι εκεί τους έσφαξε.

41 Ύστερα είπε ο Ηλίας στον Αχαάβ: «Πήγαινε τώρα να φας και να πιεις, γιατί ακούω κιόλας τον ήχο από το θόρυβο της βροχής».

42 Ο Αχαάβ πήγε να φάει και να πιει. Ο Ηλίας ανέβηκε στην κορυφή του Κάρμηλου, έσκυψε στη γη κι έβαλε το πρόσωπό του ανάμεσα στα γόνατά του,

43 και είπε στον υπηρέτη του: «Ανέβα και κοίταξε το δρόμο προς τη θάλασσα».Ο υπηρέτης ανέβηκε και κοίταξε και του είπε: «Δεν φαίνεται τίποτα». Ο Ηλίας του είπε να κάνει το ίδιο εφτά φορές.

44 Την έβδομη φορά ο υπηρέτης είπε: «Βλέπω ένα μικρό σύννεφο, σαν ανθρώπινη παλάμη, που ανεβαίνει από τη θάλασσα».Τότε ο Ηλίας είπε: «Πήγαινε να πεις στον Αχαάβ: Ζέψε τ’ άλογα και κατέβα για να μη σ’ εμποδίσει η βροχή».