2 Κι ενώ οι ακρίδες τρώγανε όλη τη βλάστηση της χώρας, θερμά ικέτεψα και είπα: «Κύριε, Θεέ, παρακαλώ συγχώρησε το λαό σου! Αλλιώς πώς θα μπορέσει να επιζήσει ο λαός του Ιακώβ, τόσο μικρός που είναι;»
3 Τότε ο Κύριος άλλαξε γνώμη κι είπε: «Ωραία· δε θα γίνει».
4 Ο Κύριος ο Θεός μού έδειξε ακόμη ετούτο: Κάλεσε τη φωτιά για τιμωρία στο λαό του κι η φωτιά στέγνωσε τα νερά. Άρχισε να ξεραίνει και τα χωράφια.
5 Τότε είπα: «Κύριε Θεέ, παρακαλώ, σταμάτα τη φωτιά! Αλλιώς πώς θα μπορέσει να επιζήσει ο λαός του Ιακώβ, τόσο μικρός που είναι;»
6 Ο Κύριος άλλαξε πάλι γνώμη κι είπε: «Ωραία· ούτε κι αυτό θα γίνει».
7 Ο Κύριος μου έδειξε ακόμα κάτι: Στεκόταν ο ίδιος όρθιος πλάι σ’ έναν τοίχο, κρατώντας ένα νήμα στάθμης στο χέρι του.
8 Με ρώτησε: «Αμώς τι βλέπεις;» Κι απάντησα: «Ένα νήμα της στάθμης». Τότε ο Κύριος είπε: «Έλεγξα το λαό μου τον Ισραήλ και βρήκα πως δεν είναι ίσιος· μοιάζει γερμένος τοίχος. Κι άλλο δεν θα τον ανεχθώ.