13 συνάντησε τους συγγενείς του Οχοζία, βασιλιά του Ιούδα, και τους ρώτησε: «Ποιοι είστε εσείς;» Εκείνοι απάντησαν: «Είμαστε συγγενείς του Οχοζία, και κατεβαίνουμε να χαιρετίσουμε τους συγγενείς του βασιλιά και τους γιους της βασιλομήτορος».
14 Τότε ο Ιηού διέταξε: «Πιάστε τους ζωντανούς». Τους συνέλαβαν όλους και τους έσφαξαν στο λάκκο της Βαιθ-Ακάδ, σαράντα δύο άτομα. Δε γλίτωσε κανένας.
15 Όταν έφυγαν από ’κει, ο Ιηού συνάντησε τον Ιωναδάβ, γιο του Ρηχάβ, που ερχόταν για να τον συναντήσει. Ο Ιηού τον χαιρέτησε και του είπε: «Μου έχεις εμπιστοσύνη όπως σου έχω εγώ;» Ο Ιωναδάβ είπε: «Ναι». Τότε ο Ιηού απάντησε: «Αν είναι έτσι, δώσε μου το χέρι σου». Και τον ανέβασε στην άμαξά του, μαζί του.
16 «Έλα μαζί μου», του είπε, «και θα δεις το ζήλο μου για τον Κύριο».
17 Μόλις έφτασαν στη Σαμάρεια, ο Ιηού θανάτωσε όλους όσοι είχαν απομείνει από τους απογόνους του Αχαάβ στη Σαμάρεια. Τους εξολόθρευσε, σύμφωνα με το λόγο που ο Κύριος είχε ανακοινώσει στον προφήτη Ηλία.
18 Ο Ιηού συγκέντρωσε όλο το λαό της Σαμάρειας και τους είπε: «Ο Αχαάβ λάτρεψε το Βάαλ σε μικρό βαθμό· ο Ιηού θα τον λατρέψει πολύ περισσότερο!
19 Συγκεντρώστε μου εδώ όλους τους προφήτες του Βάαλ, τους λατρευτές του και τους ιερείς του. Κανείς να μη λείψει, γιατί θέλω να προσφέρω πολύ μεγάλη θυσία στο Βάαλ· όποιος λείψει, θα πεθάνει». Βέβαια, ο Ιηού το έκανε αυτό με πονηριά, για να εξοντώσει τους πιστούς του Βάαλ.