13 Το δέκατο τέταρτο έτος της βασιλείας του Εζεκία, ο Σενναχηρίμ, βασιλιάς της Ασσυρίας, έκανε επίθεση σ’ όλες τις οχυρές πόλεις του βασιλείου του Ιούδα και τις κυρίεψε.
14 Ο βασιλιάς του Ιούδα Εζεκίας έστειλε αγγελιοφόρους στο βασιλιά της Ασσυρίας, στη Λαχίς, με το ακόλουθο μήνυμα: «Έκανα λάθος· φύγε από το έδαφός μου και ο,τιδήποτε μου επιβάλεις θα το δεχτώ». Έτσι ο βασιλιάς της Ασσυρίας υποχρέωσε τον Εζεκία να πληρώσει τριακόσια τάλαντα ασήμι και τριάντα τάλαντα χρυσάφι.
15 Ο Εζεκίας του έδωσε όλο το ασήμι που βρισκόταν στο ναό του Κυρίου και στα θησαυροφυλάκια των ανακτόρων.
16 Χρειάστηκε μάλιστα να βγάλει όλο το χρυσάφι με το οποίο ο ίδιος είχε επικαλύψει τις πόρτες του ναού του Κυρίου και τις παραστάδες και να το δώσει στο βασιλιά των Ασσυρίων.
17 Τότε ο βασιλιάς της Ασσυρίας έστειλε από τη Λαχίς τον αρχιστράτηγό του, τον αρχηγό του επιτελείου του και τον υπασπιστή του με πολύ στρατό, εναντίον του βασιλιά Εζεκία στην Ιερουσαλήμ. Αυτοί, μόλις έφτασαν στην πόλη, πήραν θέσεις πλάι στον αγωγό της επάνω δεξαμενής, που βρίσκεται στο δημόσιο δρόμο ο οποίος οδηγεί στον αγρό του Λευκαντή.
18 Όταν ζήτησαν το βασιλιά Εζεκία, τους παρουσιάστηκαν ο Ελιακίμ, γιος του Χελκία, οικονόμος των ανακτόρων, ο Σεβνά, γραμματέας, και ο Ιωάχ, γιος του Ασάφ, υπομνηματογράφος.
19 Τότε ο Ασσύριος υπασπιστής τούς είπε: «Δώστε στον Εζεκία, αυτό το μήνυμα εκ μέρους του μεγάλου βασιλιά, του βασιλιά της Ασσυρίας: Πού στηρίζεις αυτή την εμπιστοσύνη σου;