31 Από την Ιερουσαλήμ θα βγει ένας λαός επιζώντων, από το όρος Σιών θ’ ανορθωθούν αυτοί που θα ’χουν διασωθεί. Αυτό θα το ’χω κάνει εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος, με τη φλογερή αγάπη μου».
32 Και τώρα, να τι αναγγέλλει ο Κύριος για το βασιλιά της Ασσυρίας: «Σ’ αυτή την πόλη δεν θα μπει ούτε σ’ αυτήν θα ρίξει βέλος. Δε θα της επιτεθεί προβάλλοντας ασπίδες εναντίον της ούτ’ εναντίον της πρόχωμα θα σηκώσει.
33 Από τον ίδιο δρόμο που ήρθε, θα γυρίσει πίσω. Αλλά σ’ αυτή την πόλη δε θα μπει. Εγώ, ο Κύριος, το λέω.
34 Θα υπερασπιστώ την Ιερουσαλήμ και θα τη σώσω, για να τιμήσω τ’ όνομά μου και την υπόσχεση που έχω δώσει στο Δαβίδ, το δούλο μου».
35 Τη νύχτα εκείνη βγήκε στο στρατόπεδο των Ασσυρίων ο άγγελος του Κυρίου και θανάτωσε εκατόν ογδόντα πέντε χιλιάδες άντρες. Κι όταν σηκώθηκαν νωρίς το πρωί όσοι είχαν μείνει ζωντανοί, αντίκρυσαν γύρω τους πτώματα.
36 Αμέσως τότε ο βασιλιάς Σενναχηρίμ έλυσε την πολιορκία και γύρισε στη πρωτεύουσά του, τη Νινευή.
37 Μια μέρα, εκεί που προσκυνούσε στο ναό του Νισρώκ, του θεού του, δύο από τους γιους του, ο Αδραμμέλεκ και ο Σαρεσέρ, τον δολοφόνησαν με ξίφος κι ύστερα κατέφυγαν στη χώρα Αραράτ. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ένας άλλος γιος του, ο Εσαρχαδδών.