18 Γύρισαν τότε στον Ελισαίο, που είχε μείνει στην Ιεριχώ, κι εκείνος τους είπε: «Δεν σας το ’λεγα εγώ να μην πάτε;»
19 Μερικοί κάτοικοι της Ιεριχώ είπαν στον Ελισαίο: «Όπως βλέπεις, κύριέ μας, η πόλη βρίσκεται σε όμορφη τοποθεσία, αλλά τα νερά εδώ είναι ανθυγιεινά και η γη δεν παράγει τίποτα».
20 Αυτός τότε τους είπε: «Φέρτε μου μια καινούρια γαβάθα και βάλτε σ’ αυτήν αλάτι». Όταν του τα έφεραν,
21 πήγε στην πηγή των νερών κι έριξε εκεί το αλάτι και είπε: «Ακούστε τι λέει ο Κύριος: Αυτά τα νερά εγώ τα καθάρισα· δεν θα προξενούν πια ούτε θάνατο ούτε ακαρπία».
22 Έτσι καθαρίστηκαν τα νερά και είναι μέχρι σήμερα καθαρά, σύμφωνα με το λόγο που είπε ο Ελισαίος.
23 Από ’κει ο Ελισαίος ανέβηκε στη Βαιθήλ· κι ενώ ανέβαινε στο δρόμο, μερικά παιδιά βγήκαν από την πόλη και τον κορόιδευαν: «Ανέβα, φαλακρέ! Ανέβα, φαλακρέ!» του φώναζαν.
24 Ο Ελισαίος γύρισε πίσω του, τα είδε και τα καταράστηκε στ’ όνομα του Κυρίου.Τότε βγήκαν δυο αρκούδες από το δάσος και κατασπάραξαν σαράντα δύο απ’ αυτά τα παιδιά.