13 «Πηγαίνετε», τους είπε, «και ρωτήστε τον Κύριο για μένα και για ολόκληρο το λαό του Ιούδα, σχετικά με τα λόγια αυτού του βιβλίου που βρήκατε. Πραγματικά, θα πρέπει να είναι μεγάλη η οργή του Κυρίου εναντίον μας, γιατί οι πρόγονοί μας δεν έδωσαν σημασία στα λόγια που είναι γραμμένα σ’ αυτό το βιβλίο και δεν τα εφάρμοσαν».
14 Τότε ο αρχιερέας Χελκίας, ο Αχικάμ, ο Αχιβώρ, ο Σαφάν και ο Ασαΐας, πήγαν και μίλησαν σχετικά στην προφήτισσα Χούλδα, που κατοικούσε στη νέα συνοικία της Ιερουσαλήμ. Αυτή ήταν γυναίκα του Σαλλούμ, του ιματιοφύλακα, γιου του Τικβά κι εγγονού του Αράς.
15-16 Εκείνη τους απάντησε:«Να πείτε στον άνθρωπο που σας έστειλε σ’ εμένα ότι ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ, λέει: “θα προξενήσω κακό σ’ αυτό τον τόπο και στους κατοίκους του, δηλαδή θα πραγματοποιήσω όλα όσα λέει το βιβλίο που διάβασε ο βασιλιάς του Ιούδα.
17 Επειδή με εγκατέλειψαν και πρόσφεραν θυμίαμα σ’ άλλους θεούς και με εξόργισαν με τις πράξεις τους, γι’ αυτό έχει ανάψει η οργή μου ενάντια σ’ αυτόν τον τόπο, χωρίς και πάλι να ικανοποιηθεί”.
18-19 Και στο βασιλιά του Ιούδα, που σας έστειλε να ρωτήσετε τον Κύριο, να του πείτε ότι ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: “εσύ άκουσες προσεκτικά τα λόγια αυτού του βιβλίου. Άκουσες τα όσα είπα εναντίον αυτού του τόπου και των κατοίκων του, ότι θα ερημωθούν και τ’ όνομά τους θα χρησιμοποιείται στις κατάρες. Κι αμέσως μετανόησες και ταπεινώθηκες, έσκισες τα ρούχα σου και έκλαψες ενώπιόν μου. Γι’ αυτό κι εγώ σε άκουσα.
20 Θα σ’ αφήσω να πεθάνεις ειρηνικά και θα μεταφερθείς στον τάφο σου, χωρίς να δουν τα μάτια σου όλες αυτές τις συμφορές που θα φέρω σ’ αυτόν εδώ τον τόπο”».Οι απεσταλμένοι του βασιλιά τού έφεραν την απάντηση.