2 Ας πάμε στις όχθες του Ιορδάνη να βρούμε καθένας μας από ένα δοκάρι και να φτιάξουμε ένα σπίτι, για να μαζευόμαστε όλοι εκεί». Εκείνος τους είπε: «Πηγαίνετε».
3 Ένας όμως απ’ αυτούς του είπε: «Κάνε μας τη χάρη, σε παρακαλώ, κι έλα μαζί με τους δούλους σου».
4 Κι ο Ελισαίος απάντησε: «Σύμφωνοι. Έρχομαι».Κατέβηκαν, λοιπόν, στις όχθες του Ιορδάνη κι έκοβαν ξύλα.
5 Ενώ όμως ένας έκοβε, το σίδερο του τσεκουριού του ξέφυγε κι έπεσε στο νερό. Τότε αυτός φώναξε «Αχ, κύριέ μου και το είχα δανειστεί!»
6 «Πού έπεσε;» τον ρώτησε ο άνθρωπος του Θεού. Κι εκείνος του έδειξε το μέρος. Τότε ο Ελισαίος έκοψε ένα κομμάτι ξύλο και το έριξε στο ίδιο σημείο, κι έκανε το σίδερο να επιπλεύσει.
7 Μετά είπε στον άνθρωπο: «Πιάσ’ το». Εκείνος άπλωσε το χέρι του και το πήρε.
8 Την εποχή που ο βασιλιάς των Συρίων ήταν σε πόλεμο με τον Ισραήλ, συσκέφθηκε με τους αξιωματούχους του κι ύστερα αποφάσισε: «Σ’ αυτόν και σ’ εκείνο τον τόπο θα στρατοπεδεύσω».