1 Ο Ελισαίος απάντησε: «Ακούστε το λόγο του Κυρίου! “Αύριο την ίδια ώρα”, λέει ο Κύριος, “ένα σέα σιμιγδάλι θα πουλιέται για έναν σίκλο και δύο σέα κριθάρι επίσης για έναν σίκλο στην πύλη της Σαμάρειας”».
2 Ο υπασπιστής του βασιλιά είπε στον άνθρωπο του Θεού: «Κι αν ακόμα ο Κύριος άνοιγε παράθυρα στον ουρανό, να βρέξει σιμιγδάλι και κριθάρι, δε θα μπορούσε να συμβεί αυτό το πράγμα». Κι ο Ελισαίος του απάντησε: «Ε, λοιπόν, με τα μάτια σου θα το δεις, αλλά εσύ δεν θα φας απ’ αυτό».
3 Ήταν τέσσερις λεπροί που κάθονταν έξω από την πόλη, κοντά στην πύλη. Αυτοί έλεγαν μεταξύ τους: «Τι καθόμαστε εδώ και περιμένουμε να πεθάνουμε;
4 Αν αποφασίσουμε να μπούμε στην πόλη, θα πεθάνουμε από την πείνα που υπάρχει εκεί. Αν μείνουμε εδώ, πάλι θα πεθάνουμε. Πάμε καλύτερα να παραδοθούμε στο στρατόπεδο των Συρίων. Αν μας αφήσουν να ζήσουμε, θα ζήσουμε· αν πάλι μας σκοτώσουν, ας πεθάνουμε».
5 Έτσι, σηκώθηκαν χαράματα και πήγαν στο στρατόπεδο των Συρίων. Όταν όμως έφτασαν στην άκρη του στρατοπέδου, κανείς δε βρισκόταν εκεί.