29 Ο Οχοζίας είχε γίνει βασιλιάς του Ιούδα το ενδέκατο έτος της βασιλείας του Ιωράμ, γιου του Αχαάβ.
30 Όταν η Ιεζάβελ έμαθε όλα αυτά τα συμβάντα, έβαψε τα βλέφαρά της, στόλισε το κεφάλι της και κοίταζε από το παράθυρο, ενώ ο Ιηού έφτανε στην Ιζρεέλ.
31 Την ώρα που αυτός περνούσε την πύλη της πόλης, η Ιεζάβελ τού φώναξε: «Έρχεσαι με φιλικές προθέσεις, Ζιμβρί, δολοφόνε του κυρίου σου;»
32 Τότε ο Ιηού σήκωσε τα μάτια του προς το παράθυρο και ρώτησε: «Ποιος είναι με το μέρος μου; Ποιος!» Δυο τρεις ευνούχοι είχαν σκύψει από τα παράθυρα και τον κοίταζαν.
33 «Πετάξτε την κάτω», τους διέταξε. Καθώς την πέταξαν κάτω, το αίμα της πιτσίλισε τον τοίχο και τα άλογα· κι ο Ιηού πέρασε πάνω από το πτώμα της με την άμαξά του.
34 Μετά μπήκε στο παλάτι, έφαγε και ήπιε, κι έδωσε διαταγή: «Φροντίστε εκείνη την καταραμένη και θάψτε την. Κόρη βασιλιά ήταν».
35 Αλλά όταν πήγαν να τη θάψουν, δε βρήκαν παρά μόνο το κρανίο της, τα πόδια της και τις παλάμες των χεριών της.