5 Ο Ροβοάμ τους είπε· «Ελάτε πάλι να με συναντήσετε μετά από τρεις μέρες». Έτσι ο λαός διαλύθηκε.
6 Ο βασιλιάς συμβουλεύτηκε τους πρεσβυτέρους που ο πατέρας του ο Σολομών είχε στην υπηρεσία του όταν ζούσε. «Τι με συμβουλεύετε ν’ απαντήσω σ’ αυτόν το λαό;» τους ρώτησε.
7 Εκείνοι του απάντησαν: «Αν είσαι καλός μ’ αυτόν το λαό και τους ευχαριστήσεις και τους απαντήσεις με λόγια καλοσυνάτα, θα τους έχεις δούλους σου για πάντα».
8 Αυτός όμως απέρριψε τη συμβουλή των πρεσβυτέρων και πήγε και ζήτησε τη συμβουλή των νεαρών που τον περιστοίχιζαν και με τους οποίους είχε μεγαλώσει μαζί.
9 «Τι με συμβουλεύετε», τους ρώτησε, «ν’ απαντήσω σ’ αυτόν το λαό, που μου ζητάνε να τους αλαφρώσω το ζυγό που έχει βάλει πάνω τους ο πατέρας μου;»
10 Οι νεαροί τού απάντησαν: «Άκου τι θα πεις στο λαό που σου παραπονούνται για το βαρύ ζυγό του πατέρα σου και ζητούν να τους τον ελαφρώσεις: “το μικρό μου δάκτυλο είναι πιο χοντρό από το μηρό του πατέρα μου.
11 Ο πατέρας μου”, πες τους, “σας φόρτωσε ζυγό βαρύ, αλλά εγώ θα σας τον κάνω ασήκωτο. Ο πατέρας μου σας τιμωρούσε με απλά μαστίγια· εγώ θα σας τιμωρώ με μαστίγια που θα έχουν σίδερα στην άκρη”».