1 Όταν ο Ροβοάμ ήρθε στην Ιερουσαλήμ, συγκέντρωσε απ’ όλη τη φυλή Ιούδα και τη φυλή Βενιαμίν εκατόν ογδόντα χιλιάδες επίλεκτους πολεμιστές, για να χτυπήσουν το βασίλειο του βόρειου Ισραήλ και να εγκαταστήσουν αυτόν βασιλιά, που ήταν γιος του Σολομώντα.
2 Ο Κύριος όμως μίλησε στο Σεμαΐα, τον άνθρωπο του Θεού, και του είπε:
3-4 «Πες εκ μέρους μου στο Ροβοάμ, γιο του Σολομώντα και βασιλιά του Ιούδα, καθώς και σ’ όλο το λαό των φυλών Ιούδα και Βενιαμίν τα εξής: “μην πάτε να πολεμήσετε τ’ αδέρφια σας, τους Ισραηλίτες. Να γυρίσετε καθένας στο σπίτι του, γιατί εγώ τα αποφάσισα όλα αυτά”».Εκείνοι, όταν άκουσαν την προσταγή του Κυρίου διαλύθηκαν, χωρίς να επιτεθούν στον Ιεροβοάμ.
5 Ο Ροβοάμ εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ και οχύρωσε πολλές πόλεις στο νότιο βασίλειο.
6 Ανοικοδόμησε τις πόλεις Βηθλεέμ, Εθάμ, Τεκωά,
7 Βαιθ-Σουρ, Σουκκώθ, Αδουλλάμ,