6 κι αυτός γύρισε στην Ιζρεέλ για να θεραπευτεί από τα τραύματά του. Τότε ο Οχοζίας, κατέβηκε στην Ιζρεέλ να τον επισκεφτεί, που ήταν άρρωστος.
7 Αλλά ο Θεός είχε αποφασίσει την καταστροφή του Οχοζία. Έτσι, όταν ήρθε στον Ιωράμ, πήρε μέρος μαζί μ’ αυτόν σε μια συμπλοκή εναντίον του Ιηού, απογόνου του Νιμσί, τον οποίο όμως ο Κύριος είχε χρίσει στο μεταξύ βασιλιά, για να εξοντώσει την οικογένεια του Αχαάβ.
8 Τον καιρό που ο Ιηού εκτελούσε την κρίση του Θεού εναντίον της οικογένειας του Αχαάβ, βρήκε τους άρχοντες του λαού του Ιούδα και τους ανηψιούς του Οχοζία, που ήταν στην υπηρεσία του και τους σκότωσε.
9 Αναζήτησε και τον Οχοζία και τον συνέλαβαν, ενώ αυτός κρυβόταν στη Σαμάρεια. Τον έφεραν μπροστά στον Ιηού και τον σκότωσαν. Τον έθαψαν, όμως κανονικά. «Εγγονός του Ιωσαφάτ είναι», είπαν, «κι ο Ιωσαφάτ επιδίωκε να υπακούει τον Κύριο μ’ όλη του την καρδιά».Οι απόγονοι του Οχοζία δεν είχαν τη δύναμη να κρατήσουν τη βασιλεία.
10 Η Γοθολία, μητέρα του Οχοζία, όταν είδε ότι ο γιος της ήταν νεκρός, διέταξε να εξοντώσουν όλους τους απογόνους της βασιλικής οικογένειας του Ιούδα.
11 Αλλά η Ιεωσεβά, κόρη του βασιλιά Ιωράμ, άρπαξε κρυφά τον Ιωάς, γιο του Οχοζία, ανάμεσα από τους γιους του βασιλιά που επρόκειτο να θανατωθούν, και τον έκρυψε με την παραμάνα του σ’ ένα υπνοδωμάτιο του ναού. Η Ιεωσεβά, κόρη του Ιωράμ, ήταν γυναίκα του ιερέα Ιεωϊαδά και αδερφή του Οχοζία. Έτσι μπόρεσε κι έκρυψε τον Ιωάς από τη Γοθολία και δεν τον σκότωσε.
12 Ο Ιωάς κρυβόταν στο ναό του Θεού μαζί με την παραμάνα του και τη θεία του έξι χρόνια, δηλαδή όσο χρόνο η Γοθολία βασίλευε στη χώρα.