1 Κάποτε ο βασιλιάς Βαλτάσαρ παρέθεσε μεγάλο δείπνο σε χίλιους μεγιστάνες του για να πιει μαζί τους κρασί.
2 Όταν άρχισε να πίνει, διέταξε να φέρουν τα χρυσά και τα ασημένια σκεύη, που ο πατέρας του ο Ναβουχοδονόσορ είχε αρπάξει από το ναό της Ιερουσαλήμ, για να πιουν μ’ αυτά ο ίδιος, οι μεγιστάνες του, οι γυναίκες του και οι παλλακίδες του.
3 Έφεραν λοιπόν τα σκεύη που είχαν αφαιρεθεί από το ναό, από τον οίκο του Θεού στην Ιερουσαλήμ· και έπιναν σ’ αυτά ο βασιλιάς κι όλοι οι συνδαιτυμόνες.
4 Έπιναν κρασί και υμνούσαν τους θεούς τους, τους καμωμένους από χρυσάφι, ασήμι, χαλκό, σίδερο, ξύλα και πέτρες.
5 Εκείνη την ώρα παρουσιάστηκε ένα ανθρώπινο χέρι πλάι στη λυχνία κι άρχισε κάτι να γράφει πάνω στην αμμοκονία του τοίχου του παλατιού. Όταν ο βασιλιάς είδε το χέρι που έγραφε,