29 Μες στο καταμεσήμερο θα βαδίζεις ψηλαφώντας, όπως μες στο σκοτάδι του ο τυφλός. Τίποτε απ’ ό,τι κάνεις δεν θα πετυχαίνει· πάντα θα σε καταπιέζουν και θα σε ληστεύουν και δε θα βρίσκεται κανείς για να σε σώσει.
30 »Θ’ αρραβωνιάζεσαι γυναίκα, κι άλλος μαζί της θα πλαγιάζει. Θα χτίζεις σπίτι, μα δε θα κατοικείς σ’ αυτό. Αμπέλι θα φυτεύεις, μα δε θα το τρυγάς.
31 Το βόδι σου θα το σφάζουν μπροστά σου, αλλά απ’ το κρέας του εσύ δεν θα τρως. Θ’ αρπάζουν το γαϊδούρι σου από μπροστά σου και σε σένα δεν θα ξαναγυρνά. Θα παραδίνονται τα πρόβατά σου στους εχθρούς σου και δε θα υπάρχει ούτε ένας να σου παρασταθεί.
32 Οι γιοι και οι θυγατέρες σου θα παραδίνονται σ’ άλλον λαό· εσύ θα το βλέπεις και τα μάτια σου θα λιώνουν την κάθε μέρα να τους καρτεράς, μα δε θα μπορείς τίποτα να κάνεις.
33 Της γης σου τους καρπούς και τη σοδειά ολόκληρη του κόπου σου, ένας λαός που δεν τον ξέρεις θα τα τρώει· κι εσύ, μονάχα θα καταπιέζεσαι και θα τσακίζεσαι την κάθε μέρα.
34 »Κι από το θέαμα που θα βλέπουνε τα μάτια σου, θα τρελαθείς.
35 Ο Κύριος θα σε χτυπήσει με κακές πληγές στα γόνατα και στους μηρούς, που απ’ αυτές να γιατρευτείς δε θα μπορείς –από των ποδιών σου τις πατούσες ίσαμε της κεφαλής σου την κορφή.