12 Εγώ, ο Εκκλησιαστής, υπήρξα βασιλιάς του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ.
13 Φρόντισα μ’ όλη μου τη δύναμη να ερευνήσω και με σοφία να διακρίνω όλα όσα γίνονται στον κόσμο αυτό· ασχολία δυσάρεστη, που ο Θεός την έδωσε στους ανθρώπους για να τους ταλαιπωρεί.
14 Είδα όλα τα έργα που γίνονται εδώ στη γη, και διαπίστωσα πως όλα είναι μάταια και σαν να κυνηγάει κανείς τον άνεμο.
15 Το στραβό δεν μπορεί να γίνει ίσιο κι ό,τι κανείς δεν έχει, να το μετρήσει δεν μπορεί.
16 Σκέφτηκα μέσα μου: «Τώρα εγώ έχω γίνει σπουδαίος και τόσο πολύ σοφός, ώστε ξεπέρασα όλους εκείνους που έζησαν πριν από μένα στην Ιερουσαλήμ· κι απόκτησα πολλή σοφία και γνώση.
17 Προσπάθησα να καταλάβω τι είναι σοφία και γνώση, και τι αφροσύνη κι ανοησία. Διαπίστωσα, όμως, ότι κι αυτό είναι σαν να κυνηγάει κανείς τον άνεμο·
18 γιατί στην πολλή σοφία, πολλή είναι και η λύπη· κι όσο κανείς γνωρίζει περισσότερα, τόσο και περισσότερο υποφέρει».