20 Τότε έφτασα στο σημείο ν’ απελπιστώ, γιατί κόπιασα τόσο πολύ πάνω στη γη.
21 Και πράγματι· κάποιος εργάζεται με σοφία και γνώση και ικανότητα· κι όμως θ’ αφήσει τον καρπό του μόχθου του κληρονομιά σε κάποιον που δεν κουράστηκε γι’ αυτά. Και τούτο είναι ματαιότητα και μεγάλη αδικία.
22 Τι απομένει στον άνθρωπο από όλο του τον κόπο και τη σκληρή του την προσπάθεια πάνω στη γη;
23 Πραγματικά, οι μέρες του όλες είναι πόνος και η ασχολία του είναι θλίψη· ακόμα και τη νύχτα δεν ησυχάζει ο νους του· κι αυτό επίσης είναι ματαιότητα.
24 Δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο για τον άνθρωπο, απ’ το να τρώει, να πίνει και ν’ απολαμβάνει τον κόπο του. Βλέπω όμως ότι αυτό προέρχεται από το χέρι του Θεού.
25 Γιατί ποιος μπορεί να φάει ή ν’ απολαύσει κάτι χωρίς αυτόν;
26 Πράγματι· ο Θεός, στον άνθρωπο που του είναι αρεστός, δίνει σοφία, γνώση και χαρά· ενώ στον αμαρτωλό δίνει την έγνοια να συγκεντρώνει και να συσσωρεύει, για να τα δώσει σ’ εκείνον που είναι στο Θεό αρεστός· κι αυτό ακόμα είναι ματαιότητα και χίμαιρα.