Γενεσισ 24:9-15 TGV

9 Ο δούλος έβαλε το χέρι του κάτω απ’ το μηρό του Αβραάμ, του κυρίου του, και του ορκίστηκε γι’ αυτό το θέμα.

10 Μετά πήρε δέκα από τις καμήλες του κυρίου του και διάφορα δώρα από τα αγαθά του σπιτιού, κι έφυγε να πάει στη Μεσοποταμία, στην πόλη όπου κατοικούσε ο Ναχώρ.

11 Όταν έφτασε έξω από την πόλη, προς το βράδυ, άφησε τις καμήλες να ξεκουραστούν κοντά στο πηγάδι· ήταν η ώρα που έρχονταν οι γυναίκες για να πάρουν νερό.

12 Και προσευχήθηκε: «Κύριε, Θεέ του κυρίου μου του Αβραάμ», είπε, «βοήθησέ με σήμερα, και δείξε την εύνοιά σου στον κύριό μου.

13 Εγώ θα σταθώ κοντά στην πηγή του νερού, όπου οι θυγατέρες των κατοίκων της πόλης έρχονται να πάρουν νερό.

14 Θα πω σε μια κόρη: “κατέβασέ μου τη στάμνα σου να πιω”. Αν εκείνη μου αποκριθεί: “πιες, και θα ποτίσω και τις καμήλες σου”, τότε θα καταλάβω ότι αυτή θα είναι που προόρισες για το δούλο σου τον Ισαάκ. Έτσι θα ξέρω ότι έδειξες την εύνοιά σου στον κύριό μου».

15 Δεν είχε ακόμα τελειώσει την προσευχή του, και να η Ρεβέκκα, η κόρη του Βεθουήλ, γιου της Μελχά, γυναίκας του Ναχώρ, αδερφού του Αβραάμ, ερχόταν με μια στάμνα στον ώμο.