23 Και δεν τον αναγνώρισε, γιατί τα χέρια του ήταν τριχωτά σαν τα χέρια του Ησαύ. Και τον ευλόγησε.
24 Μετά όμως ξαναρώτησε: «Εσύ είσαι γιε μου, Ησαύ;» Κι ο Ιακώβ απάντησε: «Εγώ είμαι».
25 «Φέρε μου», του λέει, «να φάω απ’ το κυνήγι, για να σε ευλογήσω». Ο Ιακώβ του έφερε κοντά το φαγητό και έφαγε, του έφερε και κρασί και ήπιε.
26 Τότε του είπε ο Ισαάκ: «Πλησίασε και φίλησέ με, παιδί μου».
27 Ο Ιακώβ πλησίασε και τον φίλησε. Ο Ισαάκ μύρισε τότε τη μυρωδιά από τα ρούχα του, και τον ευλόγησε μ’ αυτά τα λόγια:«Αλήθεια, η μυρωδιά του γιου μουείναι σαν του αγρούπου τον έχει ευλογήσει ο Κύριος.
28 Ο Θεός να σου δώσει απ’ τη δροσιάτου ουρανούκι από την ευφορία της γης,άφθονο στάρι και κρασί.
29 Λαοί ας δουλεύουνε για σένακι έθνη μπροστά σου ας προσκυνούν·των αδερφών σου να γίνεις κύριοςκαι της μητέρας σου οι γιοι να σε προσκυνούν.Καταραμένος όποιος σε καταριέται.κι ευλογημένος όποιος σε ευλογεί».