5 Ο πατέρας μου πεθαίνοντας με όρκισε να τον θάψω στον τάφο που είχε κατασκευάσει για τον εαυτό του στη Χαναάν. Τώρα, λοιπόν, θα ήθελα να πάω να θάψω τον πατέρα μου και να επιστρέψω».
6 Ο Φαράω απάντησε: «Πήγαινε και θάψε τον πατέρα σου, όπως σε όρκισε».
7 Τότε ο Ιωσήφ ανέβηκε να θάψει τον πατέρα του, και μαζί του ανέβηκαν όλοι οι άρχοντες του Φαραώ, οι αξιωματούχοι των ανακτόρων του και όλοι οι αξιωματούχοι της Αιγύπτου.
8 Επίσης ανέβηκε όλη η οικογένεια του Ιωσήφ και του πατέρα του, και τ’ αδέρφια του. Δεν άφησαν στην περιοχή της Γεσέν παρά μόνο τα παιδιά τους, τα πρόβατά τους και τα βόδια τους.
9 Ανέβηκαν ακόμη μαζί του άμαξες και καβαλλάρηδες, πάρα πολύ μεγάλη συνοδεία.
10 Όταν έφτασαν στο Αλώνι Ατάδ, που είναι πέρα από τον Ιορδάνη, έκαναν εκεί μεγάλο και επίσημο θρήνο, κι ο Ιωσήφ τέλεσε για τον πατέρα του πένθος εφτά ημερών.
11 Όταν οι κάτοικοι της χώρας, οι Χαναναίοι, είδαν τις εκδηλώσεις του πένθους στο Αλώνι Ατάδ, είπαν: «Πένθος επίσημο έχουν οι Αιγύπτιοι». Γι’ αυτό, τον τόπο πέρα από τον Ιορδάνη τον ονόμασαν Αβέλ-Μισραΐμ.