1 Την πρώτη μέρα του δωδέκατου μήνα του δωδέκατου έτους της αιχμαλωσίας μας, ο Κύριος μου είπε:
2 «Εσύ, άνθρωπε, τόνισε θρηνητικό τραγούδι για το Φαραώ, το βασιλιά της Αιγύπτου, και πες του:“Θαρρείς πως είσαι λιονταρόπουλοστα έθνη ανάμεσα.Μα φαίνεται πως είσαι κροκόδειλοςμες στα νερά.Νερό πετάς απ’ τα ρουθούνια σου,ταράζεις το ποτάμι με τα πόδια σουκαι το θολώνεις.
3 ”Άκου τι λέει ο Κύριος, ο Θεός: Θ’ απλώσω πάνω σου το δίχτυ μου και θα βάλω πολλά έθνη να σε τραβήξουν μ’ αυτό έξω στην όχθη.
4 Θα σε ξαπλώσω στο έδαφος και θα φέρω όλα τα πουλιά να κατοικήσουν πάνω σου· και θα δώσω τις σάρκες σου να τις φάνε τ’ άγρια θηρία και να χορτάσουν μ’ αυτές.
5 Θα σκορπίσω τα υπολείμματά σου στα βουνά και θα γεμίσω μ’ αυτά τις κοιλάδες.
6 Με το αίμα σου που θα τρέχει από τα βουνά, θα ποτίσω τη γη, θα πλημμυρίσω τα φαράγγια.