1 Τη δέκατη μέρα του πρώτου μήνα του εικοστού πέμπτου έτους της αιχμαλωσίας μας, δεκατέσσερα χρόνια μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ, ένιωσα επάνω μου τη δύναμη του Κυρίου, ο οποίος με πήγε στην Ιερουσαλήμ.
2 Με θεία οράματα με έφερε στη χώρα του Ισραήλ, όπου και μ’ έβαλε πάνω σ’ ένα πολύ ψηλό βουνό. Πάνω σ’ αυτό υπήρχε προς τη νότια πλευρά του κάτι που έμοιαζε με οικοδομήματα πόλης.
3 Με πήγε εκεί και είδα έναν άντρα που το παρουσιαστικό του είχε όψη χαλκού. Κρατούσε στο χέρι του ένα λινό νήμα κι ένα καλαμένιο μέτρο και στεκόταν κοντά στην πύλη.
4 Ο άντρας μού είπε: «Άνοιξε, άνθρωπε τα μάτια σου και τ’ αυτιά σου και πρόσεξε καλά όλα όσα θα σου δείξω, γιατί γι’ αυτό το σκοπό ήρθες εδώ. Έπειτα πες στους Ισραηλίτες αυτά που θα δεις».