1 Κάποτε ο Σαμψών κατέβηκε στην Τιμναθά κι εκεί είδε μια νεαρή Φιλισταία.
2 Όταν γύρισε σπίτι του, μίλησε στους γονείς του: «Στην Τιμναθά», τους είπε, «γνώρισα μια κοπέλα Φιλισταία. Θέλω να τη ζητήσετε για να γίνει γυναίκα μου».
3 Οι γονείς του του είπαν: «Καλά, δεν υπάρχει καμιά γυναίκα ανάμεσα στις κόρες των ομοεθνών σου, στο λαό μας, και θέλεις να πάρεις γυναίκα από τους Φιλισταίους, αυτούς τους απερίτμητους;» Αλλά ο Σαμψών απάντησε στον πατέρα του: «Εμένα αυτή μ’ αρέσει· ζήτησέ την για μένα να την παντρευτώ».
4 Οι γονείς του δεν ήξεραν ότι αυτό προερχόταν από τον Κύριο, ο οποίος ζητούσε αφορμή για να τα βάλει με τους Φιλισταίους, γιατί εκείνο τον καιρό οι Φιλισταίοι ήταν επικυρίαρχοι στον Ισραήλ.
5 Κατέβηκαν, λοιπόν, ο Σαμψών και οι γονείς του στην Τιμναθά. Όταν έφτασαν στα αμπέλια της πόλης, ένα λιονταράκι όρμησε μουγγρίζοντας πάνω στον Σαμψών.
6 Τότε το Πνεύμα του Κυρίου ήρθε πάνω στο Σαμψών και με μόνο τα χέρια του το ξέσκισε, όπως θα ξέσκιζε ένα κατσικάκι. Δεν είπε όμως τίποτε στους γονείς του γι’ αυτό του το κατόρθωμα.