28 Κοίταζε η μαύρη η μάνα του από το παραθύρικι εθρηνολόγα του Σίσερα η μάναμέσ’ από το καφασωτό:«Γιατί αργεί να ’ρθεί η άμαξά του;Γιατί οι τροχοί του τόσο αργά κυλάνε;»
29 Από τις πριγκιπέσσες της η πιο σοφή τής απαντά,κι αυτή το ξαναλέει στον εαυτό της:
30 «Σίγουρα, βρήκαν λάφυρα και τα μοιράζονται.Μια, δυο κοπέλες σκλάβες για κάθε μαχητή,λάφυρα από υφάσματα πολύχρωμαγια το Σίσερα κεντημένα,μαντήλι πλουμιστό,κι από τις δυο του όψεις κεντημένο,για το λαιμό του νικητή».
31 Έτσι να καταστρέφονταιόλοι οι εχθροί σου, Κύριε·κι αυτοί που σ’ αγαπούν ας λάμπουνεκαθώς ο ήλιος που ανατέλλει.Και η χώρα ησύχασε για σαράντα χρόνια.