12 Οι Μαδιανίτες, οι Αμαληκίτες και οι νομάδες της Ανατολής είχαν απλωθεί στην πεδιάδα, αμέτρητοι σαν ακρίδες· αμέτρητες ήταν και οι καμήλες τους, σαν τους κόκκους της άμμου στην ακροθαλασσιά.
13 Όταν έφτασε εκεί ο Γεδεών, ένας στρατιώτης διηγόταν στο σύντροφό του ένα όνειρο, που είχε δει: «Είδα στ’ όνειρό μου», του έλεγε, «ένα κρίθινο καρβέλι ψωμί που κυλούσε μέσα στο στρατόπεδό μας κι έφτασε σε μια σκηνή· τη χτύπησε, την αναποδογύρισε και τη διέλυσε».
14 Ο σύντροφός του του αποκρίθηκε: «Αυτό δεν συμβολίζει τίποτ’ άλλο, παρά το ξίφος του Γεδεών, γιου του Ιωάς, του Ισραηλίτη. Ο Θεός τού έχει παραδώσει τους Μαδιανίτες και όλο το στρατόπεδο».
15 Ο Γεδεών, όταν άκουσε τη διήγηση του ονείρου και τη σημασία του, προσκύνησε, γύρισε πίσω στο στρατόπεδο των Ισραηλιτών και φώναξε: «Σηκωθείτε, γιατί ο Κύριος σας έχει παραδώσει το στρατόπεδο των Μαδιανιτών».
16 Μοίρασε τους τριακόσιους άντρες σε τρία μέρη και έδωσε στον καθένα τους από μία σάλπιγγα και μία άδεια στάμνα, με μια λαμπάδα μέσα.
17 Μετά τους είπε: «Θα κοιτάζετε εμένα κι ό,τι κάνω θα κάνετε, από τη στιγμή που θα φτάσω στην άκρη του εχθρικού στρατοπέδου.
18 Όταν σαλπίσω με τη σάλπιγγα εγώ κι αυτοί που είναι μαζί μου, τότε θα σαλπίσετε κι εσείς γύρω από το στρατόπεδο και θα φωνάξετε: “για τον Κύριο και για το Γεδεών”».