1 Οι Εφραϊμίτες είπαν στο Γεδεών: «Τι είναι αυτό που μας έκανες! Γιατί δε μας κάλεσες κι εμάς, όταν πήγαινες να πολεμήσεις εναντίον των Μαδιανιτών;» Και του παραπονιούνταν έντονα γι’ αυτό.
2 Ο Γεδεών τους είπε: «Τι έκανα εγώ σε σύγκριση με τα δικά σας κατορθώματα; Το μικρό αυτό επίτευγμα της φυλής Εφραΐμ δεν είναι καθόλου υποδεέστερο απ’ όσα κατόρθωσε η δική μου συγγένεια του Αβιέζερ.
3 Σ’ εσάς παρέδωσε ο Θεός τους αρχηγούς των Μαδιανιτών, τον Ωρήβ και τον Ζεέρ. Τι έκανα λοιπόν εγώ περισσότερο από σας;» Όταν είπε αυτά τα λόγια ο Γεδεών, σταμάτησε ο θυμός τους εναντίον του.
4 Ο Γεδεών και οι τριακόσιοι άντρες του διάβηκαν τον Ιορδάνη εξαντλημένοι και πεινασμένοι, αλλά συνέχιζαν να καταδιώκουν τον εχθρό.
5 Ο Γεδεών είπε στους κατοίκους της Σουκκώθ: «Δώστε, παρακαλώ, ψωμί στο λαό που με ακολουθεί, γιατί είναι εξαντλημένοι· εγώ θα συνεχίσω την καταδίωξη των βασιλιάδων των Μαδιανιτών Ζεβάχ και Σαλμουννά».