Ναουμ 2:7-13 TGV

7 Οι πύλες προς τους ποταμούς ξάφνου ανοίγονται κι οι άνθρωποι του παλατιού τα χάνουν.

8 Οι εχθροί διαπομπεύουν το βασιλιά δημόσια, γυμνώνουν τη βασίλισσα και μακριά τη στέλνουν. Θρηνούνε σαν τα περιστέρια οι δούλες της και στηθοδέρνονται.

9 Όλοι τρέχουν να φύγουν απ’ τη Νινευή, καθώς νερά από σπασμένο φράγμα. «Σταθείτε, σταθείτε!» φωνάζουν· κι ούτε να δει κανείς πίσω του, δε γυρνά.

10 Αρπάξτε ασήμι, πορθητές, χρυσάφι αρπάξτε! Η πόλη είναι γεμάτη θησαυρούς, πληθώρα τα πολύτιμα αντικείμενα.

11 Κούρσεμα, αρπαγή, ξολοθρεμός. Παντού καρδιές σε απόγνωση και γόνατα που τρέμουν, εξαντλημένα σώματα και πρόσωπα ωχρά.

12 Ήσουν κρυψώνα Νινευή, όπου αναπαυόταν το λιοντάρι και τα μικρά του με ασφάλεια.

13 Ξέσκιζε ο λέοντας το θήραμά του, για να το πάει στις λέαινες και στα μικρά του, και να το αποθηκεύσει στης κρυψώνας του τις γωνιές. Εκείνη η κρυψώνα τώρα τι απόγινε;