1 Αχ, αλίμονο, πώς έμεινε έρημηη πόλη που είχε άλλοτε τόσο πολύ λαό!Αυτή που ήταν ονομαστή στα έθνη ανάμεσααπόμεινε σαν χήρα·των πόλεων η πριγκίπισσα υποδουλώθηκε.
2 Κλαίει και κλαίει όλη τη νύχτα αδιάκοπα,τα δάκρυα τα μάγουλά της αυλακώνουν.Απ’ όλους που την αγαπήσανε κανείςδε βρίσκεται να την παρηγορήσει.Όλοι οι φίλοι της την εγκατέλειψαν·της έγιναν εχθροί.
3 Μετά τη θλίψη και το βάρος της δουλείας,ο λαός του Ιούδα στην αιχμαλωσία σύρθηκε.Τώρα μένει στα έθνη ανάμεσα και ησυχία δε βρίσκει·οι διώκτες του τον φέραν σε αδιέξοδοτον πίεσαν σκληρά.
4 Οι δρόμοι που οδηγούνε στη Σιών πενθούν,γιατί κανείς πια στις γιορτές δεν έρχεται.Ερημωθήκαν όλες της οι πύλες,οι ιερείς της πικρά αναστενάζουνε,θλίβονται οι κόρες της,κι η ίδια πολύ είναι πικραμένη.
5 Οι αντίπαλοί της πάνω της κυριάρχησαν,οι εχθροί της ζουν ευτυχισμένοι,γιατί ο Κύριος την ταλαιπώρησε για τις πολλές της ανομίες.Τα νεαρά παιδιά της τα ’διωξε ο εχθρόςκαι πορευθήκαν στην αιχμαλωσία.