Θρηνοι 1:11-17 TGV

11 Αναστενάζουν όλοι της οι κάτοικοι,ψωμί ζητούν·δίνουνε τα στολίδια τους, για να ’βρουν τροφή,έτσι που στη ζωή να κρατηθούνε.Η πόλη φωνάζει: «Κύριε, κοίταξε,δες πόσο είμαι καταφρονεμένη!»

12 Κράζει προς τους διαβάτες:«Αχ, όλοι εσείς, κοιτάξτε με και πέστε αν υπάρχειπόνος σαν το δικό μου πόνο, που μου εδόθη,και που μ’ αυτόν ο Κύριος με βασάνισετη μέρα της φοβερής του οργής.

13 Από ψηλά έριξε φωτιά στα κόκαλά μουκαι τα κατέστρεψε·δίχτυ στα πόδια μου άπλωσε,κάτω με πέταξε, μ’ έκανε νά υποφέρω,για πάντα να πονώ.

14 Έκανε ο Κύριος ζυγό τις αμαρτίες μου,τις έσφιξε γερά απάνω στο λαιμό μου,έτσι η δύναμή μου ατόνησε.Ο Κύριος με παρέδωσε στα χέρια εκείνων,που δεν μπορώ να τους αντισταθώ.

15 Ο Κύριος μακριά μου απέρριψεόλους τους άντρες μου, τους ισχυρούς·πλήθος συγκέντρωσε εναντίον μου,για να συντρίψει τους πολεμιστές μου.Πάτησαν του Ιούδα το λαόκαθώς στο πατητήρι τα σταφύλια.

16 Γι’ αυτό εγώ κλαίω· τα μάτια δάκρυα πλημμυρίζουν,γιατ’ είναι μακριά μου ο παρηγορητής μουεκείνος που θα μου ξανάδινε ζωή·αφανιστήκαν τα παιδιά μου,γιατί ο εχθρός ήταν πολύ ισχυρός».

17 Τα χέρια της άπλωσε ικετευτικά η Σιών,αλλά κανείς δεν την παρηγορεί·ο Κύριος επιστράτευσε στον Ιακώβ ενάντιατους γύρω του εχθρούς·η Ιερουσαλήμ έγινε μισητή γι’ αυτούς.