17 Τα χέρια της άπλωσε ικετευτικά η Σιών,αλλά κανείς δεν την παρηγορεί·ο Κύριος επιστράτευσε στον Ιακώβ ενάντιατους γύρω του εχθρούς·η Ιερουσαλήμ έγινε μισητή γι’ αυτούς.
18 «Ο Κύριος έχει δίκιο που έτσι μου φέρεται,γιατί εναντιώθηκα στους λόγους του.Ακούστε όμως όλοι εσείς εδώ οι λαοί,κοιτάξτε με στον πόνο μου.Οι κοπελιές μου και τα παλικάρια μουφύγαν για την αιχμαλωσία.
19 Κάλεσα αυτούς που με είχαν αγαπήσειαλλά με πρόδωσαν·οι ιερείς μου κι οι πρεσβύτεροί μουστην πόλη πέθαναν γυρεύοντας τροφή,για να πάρουν δυνάμεις.
20 Κοίταξε, Κύριε, πόσο πολύ υποφέρω·φλογίζονται τα σπλάχνα μου,μέσα μου αναταράζεται η καρδιά μου,τόσο πολύ που σου εναντιώθηκα.Έξω αφανίζει τα παιδιά μου το ξίφος,και μέσα το θανατικό.
21 Οι εχθροί μου μ’ άκουσαν ν’ αναστενάζω!Αλλά κανείς να με παρηγορήσει δεν υπάρχει.Όλοι τους άκουσαν και χάρηκανγια την καταστροφή που μου προξένησες εσύ.Ας έρθει η ημέρα που εξάγγειλες,για να υποφέρουνε κι αυτοί όπως εγώ.
22 Μην παραβλέψεις την κακία τους· Κύριε,και σ’ αυτούς κάνε ότι έκανες σ’ εμένα,για όλες τις αμαρτίες μου.Γιατί πολλοί ’ναι οι αναστεναγμοί μου,κι είν’ η καρδιά μου ανήμπορη».