2 Κλαίει και κλαίει όλη τη νύχτα αδιάκοπα,τα δάκρυα τα μάγουλά της αυλακώνουν.Απ’ όλους που την αγαπήσανε κανείςδε βρίσκεται να την παρηγορήσει.Όλοι οι φίλοι της την εγκατέλειψαν·της έγιναν εχθροί.
3 Μετά τη θλίψη και το βάρος της δουλείας,ο λαός του Ιούδα στην αιχμαλωσία σύρθηκε.Τώρα μένει στα έθνη ανάμεσα και ησυχία δε βρίσκει·οι διώκτες του τον φέραν σε αδιέξοδοτον πίεσαν σκληρά.
4 Οι δρόμοι που οδηγούνε στη Σιών πενθούν,γιατί κανείς πια στις γιορτές δεν έρχεται.Ερημωθήκαν όλες της οι πύλες,οι ιερείς της πικρά αναστενάζουνε,θλίβονται οι κόρες της,κι η ίδια πολύ είναι πικραμένη.
5 Οι αντίπαλοί της πάνω της κυριάρχησαν,οι εχθροί της ζουν ευτυχισμένοι,γιατί ο Κύριος την ταλαιπώρησε για τις πολλές της ανομίες.Τα νεαρά παιδιά της τα ’διωξε ο εχθρόςκαι πορευθήκαν στην αιχμαλωσία.
6 Κι η πόλη της Σιών όλη τη δόξα της την έχασε·οι άρχοντές της γίνανε σαν ελάφιαπου δε βρίσκουν τροφή·κι είναι σχεδόν χαμένη η δύναμή τους,καθώς τρέχουνε να ξεφύγουν απ’ το διώκτη τους.
7 Η Ιερουσαλήμ στης δυστυχίας τηςκαι στης κατάπτωσης τις μέρεςθυμάται όλη τη λαμπρότηταπου είχε τον παλιό καιρό.Όταν όμως ο λαός της έπεσε στα χέρια του εχθρούούτ’ ένας δεν βρέθηκε να τη βοηθήσει.Την κοίταζαν οι εχθροί της και γελούσανβλέποντας την κατάντια της.
8 Η Ιερουσαλήμ αμάρτησε πολύ,γι’ αυτό κι έγινε καταγέλαστη.Όλοι όσοι την εκτιμούσαν, τώρα την περιφρονούν,γιατί βλέπουν τη γύμνια της·κι αυτή αναστενάζεικι από την άλλη στρέφεται μεριά.