8 Η Ιερουσαλήμ αμάρτησε πολύ,γι’ αυτό κι έγινε καταγέλαστη.Όλοι όσοι την εκτιμούσαν, τώρα την περιφρονούν,γιατί βλέπουν τη γύμνια της·κι αυτή αναστενάζεικι από την άλλη στρέφεται μεριά.
9 Το φόρεμά της φέρνει τα ίχνη της ντροπής της·τέτοιο τέλος δεν τό ’χε ποτέ φανταστεί.Έπεσε τόσο χαμηλά, χωρίς ούτ’ ένας να βρεθείνα την παρηγορήσει.Φωνάζει η πόλη: «Κύριε, δες τη θλίψη μου·άκου τον πώς καυχιέται ο εχθρός μου!»
10 Ο εχθρός το χέρι του άπλωσεσ’ όλους τους θησαυρούς της·κι αυτή είδε το ναό της να πατούν,τα έθνη εκείνα που είχε προστάξει ο Κύριοςνα μη μπουν μέσα στην κοινότητά του.
11 Αναστενάζουν όλοι της οι κάτοικοι,ψωμί ζητούν·δίνουνε τα στολίδια τους, για να ’βρουν τροφή,έτσι που στη ζωή να κρατηθούνε.Η πόλη φωνάζει: «Κύριε, κοίταξε,δες πόσο είμαι καταφρονεμένη!»
12 Κράζει προς τους διαβάτες:«Αχ, όλοι εσείς, κοιτάξτε με και πέστε αν υπάρχειπόνος σαν το δικό μου πόνο, που μου εδόθη,και που μ’ αυτόν ο Κύριος με βασάνισετη μέρα της φοβερής του οργής.
13 Από ψηλά έριξε φωτιά στα κόκαλά μουκαι τα κατέστρεψε·δίχτυ στα πόδια μου άπλωσε,κάτω με πέταξε, μ’ έκανε νά υποφέρω,για πάντα να πονώ.
14 Έκανε ο Κύριος ζυγό τις αμαρτίες μου,τις έσφιξε γερά απάνω στο λαιμό μου,έτσι η δύναμή μου ατόνησε.Ο Κύριος με παρέδωσε στα χέρια εκείνων,που δεν μπορώ να τους αντισταθώ.