14 Έγινα του λαού μου ο περίγελως,το αδιάκοπο, χλευαστικό τραγούδι τους.
15 Πίκρες με χόρτασε,με πότισε φαρμάκι.
16 Χαλίκια με τα δόντια μου με έκανε να φάω.Μ’ έριξε μες στη στάχτη,
17 μου πήρε την ειρήνη της ψυχής μου,τι είναι ευτυχία το λησμόνησα,
18 και είπα: «Χάθηκε η δύναμή μου,αυτή η ελπίδα που ερχόταν απ’ τον Κύριο».
19 Ν’ αναλογίζομαι τη θλίψη και την ταλαιπωρία μουείναι δηλητήριο και χολή.
20 Αδιάκοπα τα σκέφτομαι και θλίβεται η ψυχή μου.