12 Κανείς δεν θα το πίστευε, ούτε της γης οι βασιλιάδεςούτε κανείς στον κόσμο,πως θα ’μπαινε κατακτητής ο εχθρόςστης Ιερουσαλήμ τις πύλες.
13 Αιτία για την καταστροφή της πόληςείναι οι αμαρτίες των προφητών της,των ιερέων της οι αμαρτίες,που τους δικαίους καταδίκαζαν.
14 Σαν τους τυφλούς στους δρόμους τρίκλιζαν,στο αίμα βουτηγμένοι,έτσι που δεν μπορούσε πια κανείςτα ρούχα τους ν’ αγγίξει.
15 «Φύγετε, ακάθαρτοι!» τους φώναζαν.«Φύγετε! Τίποτα μην αγγίζετε!»Έτσι φεύγανε και περιπλανιούνταν·Μα και τα έθνη έλεγαν:«Δε μπορούν αυτοί μαζί μας πια να κατοικούν».
16 Ο ίδιος ο Κύριος τους διασκόρπισε,δε θέλει πια να τους βοηθάει·Σέβας πια δεν υπάρχει για τους ιερείς,ούτ’ ευσπλαχνία για τους γέροντες.
17 Τα μάτια μας απόκαμαν να καρτερούνμάταια μια βοήθεια που δε θα ’ρθει·προσμέναμε αγναντεύοντας απ’ τις σκοπιές μαςένα έθνος, που δεν μπορεί να σώσει.
18 Παραμονεύουνε τα χνάρια μας οι εχθροί,έτσι που δεν μπορούμε ούτε στο δρόμο μας να βγούμε.Τελείωσαν οι μέρες μας, το τέλος μας πλησιάζει,ήρθε, είν’ εδώ.