14 Όπως γυρίζει η πόρτα στους αρμούς της, το ίδιο κι ο τεμπέλης στο κρεβάτι του.
15 Βουτάει το χέρι του ο τεμπέλης στην πιατέλα, αλλά βαρυέται να το φέρει ως το στόμα του.
16 Θαρρεί ο τεμπέλης τον εαυτό του πιο σοφό από εφτά ανθρώπους ειδικούς να δώσουν γνώμη.
17 Μοιάζει μ’ αυτόν που πιάνει σκύλο απ’ τ’ αυτιά, ο διαβάτης που μπερδεύεται σε ξένη φασαρία.
18 Σαν το μανιακό, που ρίχνει φλόγες και θανατηφόρα βέλη,
19 έτσι είν’ ο άνθρωπος που απατάει το διπλανό του κι ύστερα λέει: «στ’ αστεία το ’κανα!»
20 Όπου τα ξύλα λείπουν, σβήνει η φωτιά· κι όπου δεν βάζουν λόγια, η διχόνοια παύει.