15 Σηκώνεται αξημέρωτα και την τροφή ετοιμάζει για το σπίτι της, στις υπηρέτριές της καθήκοντα αναθέτει.
16 Κοιτάζει ένα χωράφι και το αγοράζει· με χρήματα που η ίδια κέρδισε φυτεύει αμπέλι.
17 Με περισσή δουλεύει δύναμη, πάντα με κάτι καταπιάνονται τα χέρια της.
18 Νιώθει πως οι δουλειές της πάν’ καλά, τη νύχτα το λυχνάρι της δεν σβήνει.
19 Βάζει τα χέρια της στο αδράχτι, τη ρόκα την κρατάει στα δάχτυλα.
20 Απλώνει χέρι βοήθειας στον φτωχό, γενναιόδωρη είναι προς τους δυστυχισμένους.
21 Δε φοβάται το χιόνι για το σπιτικό της, γιατί όλοι σπίτι της ντυμένοι είναι διπλά.