18 Νιώθει πως οι δουλειές της πάν’ καλά, τη νύχτα το λυχνάρι της δεν σβήνει.
19 Βάζει τα χέρια της στο αδράχτι, τη ρόκα την κρατάει στα δάχτυλα.
20 Απλώνει χέρι βοήθειας στον φτωχό, γενναιόδωρη είναι προς τους δυστυχισμένους.
21 Δε φοβάται το χιόνι για το σπιτικό της, γιατί όλοι σπίτι της ντυμένοι είναι διπλά.
22 Μόνη της φτιάχνει τα σκεπάσματα, οι φορεσιές της είναι από λινό κι από πορφύρα.
23 Ο άντρας της είναι αξιοσέβαστος στης πολιτείας τις πύλες, όταν με τους πρεσβύτερους της χώρας κάθεται.
24 Φτιάχνει ύφασμα λεπτό και ζώνες και τα πουλάει στους εμπόρους που περνούν.