11 θα στενάζεις όταν θα ’ρθεί το τέλος σου· το σώμα σου κι η σάρκα σου θα διαλύονται,
12 κι εσύ θα λες: «Γιατί δε θέλησα ποτέ να διορθωθώ; Πώς η καρδιά μου περιφρόνησε τον έλεγχο;
13 Πώς και δεν άκουσα των δάσκαλών μου τη φωνή και δεν έδωσα προσοχή σ’ εκείνους που με συμβουλεύαν;
14 Λίγο έλειψε να καταντροπιαστώ δημόσια!»
15 Απ’ τη δική σου στέρνα πίνε το νερό, πίνε νερό που αναβρύζει απ’ το πηγάδι σου.
16 Γιατί να χύνονται έξω οι πηγές σου και τα ρυάκια των νερών σου στις πλατείες;
17 Μόνο δικά σου ας είναι· με τους ξένους μην τα μοιράζεσαι.