2 Τα ζώα της έσφαξε, το κρασί της ανάμειξε κι έστρωσε το τραπέζι της.
3 Έστειλε τις δούλες της και καλεί πάνω από τα ψηλώματα της πόλης:
4 «Ο αμαθής ας έρθει κατά ’δω!» και στους ανόητους λέει:
5 «Ελάτε, φάτε απ’ το ψωμί μου και πιέστε απ’ το κρασί που ανάμειξα!
6 Εγκαταλείψτε την αμάθεια και θα ζήσετε· βαδίστε ίσια στης νόησης το δρόμο».
7 Όποιος διορθώνει χλευαστή, τις προσβολές του θα δεχτεί κι όποιος ελέγχει ασεβή δέχεται κατηγόριες.
8 Μην τον διορθώνεις το χλευαστή, γιατί θα σε μισήσει· σοφό να ελέγχεις και θα σε αγαπήσει.