1 Ο Βοόζ πήγε στην πύλη και κάθισε εκεί. Μετά από λίγο περνούσε από ’κει ο στενός συγγενής του Ελιμέλεχ, για τον οποίο είχε μιλήσει ο Βοόζ στη Ρουθ. «Έλα και κάθισε εδώ», του είπε ο Βοόζ. Εκείνος γύρισε και κάθισε.
2 Τότε ο Βοόζ πήρε δέκα άντρες από τους πρεσβυτέρους της πόλης και τους είπε: «Καθίστε εδώ». Και κάθισαν.
3 Μετά είπε στον πλησιέστερο συγγενή: «Η Νωεμίν, που γύρισε από τη Μωάβ, πουλάει το μερίδιο του χωραφιού που ανήκει στο συγγενή μας τον Ελιμέλεχ.
4 Σκέφτηκα να σου το ανακοινώσω αυτό και να σου προτείνω να αγοράσεις το χωράφι εδώ μπροστά στους κατοίκους και στους πρεσβυτέρους του λαού μου, γιατί εσύ είσαι ο πλησιέστερος συγγενής. Αν θέλεις, λοιπόν, να ασκήσεις το δίκαιωμά σου της εξαγοράς, καλώς· αν όχι, πες το μου να το ξέρω· γιατί δεν υπάρχει άλλος στενότερος συγγενής να το αγοράσει. Μετά από σένα είμαι εγώ».Εκείνος απάντησε: «Θα το αγοράσω».