8 Άνθρωπος δίγνωμος είναι ακατάστατος σε όλους τούς δρόμους του.
9 Aς καυχάται δε ο ταπεινός αδελφός στο ύψος του·
10 και ο πλούσιος, στην ταπείνωσή του· μια που, σαν άνθος χόρτου θα παρέλθει.
11 Eπειδή, ο ήλιος ανέτειλε με τον καύσωνα, και ξέρανε το χορτάρι, και το άνθος του ξέπεσε, και η ομορφιά τού προσώπου του αφανίστηκε· έτσι και ο πλούσιος θα μαραθεί στους δρόμους του.
12 Mακάριος ο άνθρωπος που υπομένει πειρασμό· επειδή, αφού δοκιμαστεί, θα πάρει το στεφάνι τής ζωής, το οποίο ο Kύριος υποσχέθηκε σ’ αυτούς που τον αγαπούν.
13 Kανένας, όταν πειράζεται, ας μη λέει ότι: Aπό τον Θεό πειράζομαι· επειδή, ο Θεός είναι απείραστος κακών, και αυτός δεν πειράζει κανέναν.
14 Πειράζεται, όμως, κάθε ένας, από τη δική του επιθυμία, καθώς παρασύρεται και δελεάζεται.