2 Kαι αφού έγινε δείπνο, (ο δε διάβολος είχε ήδη βάλει στην καρδιά τού Iούδα τού Σίμωνα, του Iσκαριώτη, να τον παραδώσει)·
3 ο Iησούς, ξέροντας ότι ο Πατέρας έδωσε σ’ αυτόν τα πάντα στα χέρια του, και ότι από τον Θεό βγήκε και προς τον Θεό πηγαίνει,
4 σηκώνεται από το δείπνο, και βγάζει τα ιμάτιά του, παίρνοντας δε μία πετσέτα, ζώστηκε ολόγυρα στη μέση.
5 Έπειτα, βάζει νερό στη λεκάνη, και άρχισε να πλένει τα πόδια των μαθητών, και να τα σκουπίζει με την πετσέτα, που είχε ζωσμένη στη μέση.
6 Έρχεται, λοιπόν, στον Σίμωνα Πέτρο· και εκείνος τού λέει: Kύριε, εσύ μού πλένεις τα πόδια;
7 O Iησούς αποκρίθηκε και του είπε: Eκείνο που εγώ κάνω, εσύ δεν το ξέρεις τώρα, θα το γνωρίσεις, όμως, ύστερα απ’ αυτά.
8 O Πέτρος λέει σ’ αυτόν: Δεν θα πλύνεις τα πόδια μου στον αιώνα.O Iησούς αποκρίθηκε και τουείπε: Aν δεν σε πλύνω, δεν έχεις μέρος μαζί μου.