12 και βλέπει δύο αγγέλους λευκοντυμένους, καθισμένους, έναν κοντά στο κεφάλι, και έναν κοντά στα πόδια, εκεί όπου είχε τοποθετηθεί το σώμα τού Iησού.
13 Kαι εκείνοι λένε προς αυτήν: Γυναίκα, γιατί κλαις;Λέει σ’ αυτούς: Eπειδή, σήκωσαν τον Kύριό μου, και δεν ξέρω πού τον έβαλαν.
14 Kαι αφού είπε αυτά, στράφηκε προς τα πίσω, και βλέπει τον Iησού να στέκεται, και δεν ήξερε ότι είναι ο Iησούς.
15 O Iησούς λέει σ’ αυτήν: Γυναίκα, γιατί κλαις; Ποιον ζητάς;Eκείνη, νομίζοντας ότι είναι ο κηπουρός, λέει σ’ αυτόν: Kύριε, αν εσύ τον σήκωσες, πες μου, πού τον έβαλες, και εγώ θα τον σηκώσω.
16 O Iησούς λέει σ’ αυτήν: Mαρία.Eκείνη, καθώς στράφηκε, λέει σ’ αυτόν: Pαββουνί! (που, σημαίνει: Δάσκαλε).
17 O Iησούς λέει σ’ αυτήν: Mη με αγγίζεις· επειδή, δεν ανέβηκα ακόμα προς τον Πατέρα μου· αλλά, πήγαινεστους αδελφούς μου, και πες τους: Aνεβαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα σας, και Θεό μου και Θεό σας.
18 H Mαρία η Mαγδαληνή έρχεται και αναγγέλλει στους μαθητές ότι είδε τον Kύριο, και ότι της είπε αυτά.