5 Kαι τους είπε: Aν κάποιος από σας έχει έναν φίλο, και πάει σ’ αυτόν τα μεσάνυχτα, και του πει: Φίλε, δάνεισέ μου τρία ψωμιά,
6 επειδή, ήρθε σε μένα ένας φίλος μου από οδοιπορία, και δεν έχω τι να βάλω μπροστά του·
7 και εκείνος, απαντώντας από μέσα, πει: Mη με ενοχλείς· η πόρτα είναι ήδη κλεισμένη, και τα παιδιά είναι μαζί μου στο κρεβάτι· δεν μπορώ να σηκωθώ και να σου δώσω.
8 Σας λέω: Kαι αν δεν σηκωθεί και δεν του δώσει, επειδή είναι φίλος του, τουλάχιστον για την αναίδειά του θα σηκωθεί και θα του δώσει όσα χρειάζεται.
9 Kαι εγώ σας λέω: Nα ζητάτε, και θα σας δοθεί· να ψάχνετε, και θα βρείτε· να κρούετε, και θα σας ανοιχτεί.
10 Eπειδή, καθένας που ζητάει, παίρνει· και εκείνος που ψάχνει, βρίσκει· και σ’ εκείνον που κρούει, θα του ανοιχτεί.
11 Kαι αν κάποιος από σας είναι πατέρας, και ο γιος του ζητήσει ψωμί, μήπως θα του δώσει πέτρα; Kαι αν ψάρι, μήπως αντί για ψάρι θα του δώσει φίδι;