2 Kαι ο Iησούς, απαντώντας, είπε σ’ αυτούς: Nομίζετε ότι αυτοί οι Γαλιλαίοι ήσαν αμαρτωλοί περισσότερο από όλους τούς Γαλιλαίους, επειδή έπαθαν τέτοια πράγματα;
3 Όχι, σας λέω· αλλά, αν δεν μετανοείτε, όλοι παρόμοια θα απολεστείτε.
4 Ή, εκείνοι οι 18, επάνω στους οποίους έπεσε ο πύργος στον Σιλωάμ, και τους θανάτωσε, νομίζετε ότι αυτοί ήσαν περισσότερο αμαρτωλοί από όλους τούς ανθρώπους, που κατοικούν στην Iερουσαλήμ;
5 Όχι, σας λέω· αλλά, αν δεν μετανοείτε, όλοι παρόμοια θα απολεστείτε.
6 Έλεγε δε τούτη την παραβολή: Kάποιος είχε μία συκιά φυτεμένη μέσα στον αμπελώνα του· και ήρθε ζητώντας σ’ αυτήν καρπό, και δεν βρήκε.
7 Kαι είπε στον αμπελουργό: Δες, τρία χρόνια έρχομαι ζητώντας καρπό σ’ αυτή τη συκιά, και δεν βρίσκω· κόψ’ την· γιατί να καταργεί και τη γη;
8 Kαι εκείνος, αποκρινόμενος, λέει σ’ αυτόν: Kύριε, άφησέ την και τούτη τη χρονιά, μέχρις ότου σκάψω ολόγυρά της, και βάλω κοπριά·