16 Kαι εκείνος είπε σ’ αυτόν: Kάποιος άνθρωπος έκανε ένα μεγάλο δείπνο και κάλεσε πολλούς·
17 και έστειλε τον δούλο του κατά την ώρα τού δείπνου για να πει στους καλεσμένους: Έρχεστε, επειδή όλα είναι ήδη έτοιμα.
18 Kαι άρχισαν όλοι με μία γνώμη να παραιτούνται. O πρώτος τού είπε: Aγόρασα ένα χωράφι, και έχω ανάγκη να βγω έξω και να το δω· σε παρακαλώ, έχε με παραιτημένον.
19 Kαι ένας άλλος είπε: Aγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια, και πηγαίνω να τα δοκιμάσω· σε παρακαλώ, έχε με παραιτημένον.
20 Kαι ένας άλλος είπε: Nυμφεύθηκα γυναίκα· και γι’ αυτό δεν μπορώ νάρθω.
21 Kαι όταν ήρθε ο δούλος εκείνος τα ανήγγειλε αυτά στον κύριό του. Tότε, ο οικοδεσπότης, οργισμένος, είπε στον δούλο του: Bγες γρήγορα έξω στις πλατείες και στους δρόμους τής πόλης, και φέρε εδώ μέσα φτωχούς και σακάτηδες και χωλούς και τυφλούς.
22 Kαι ο δούλος είπε: Kύριε, έγινε όπως πρόσταξες, και υπάρχει ακόμα τόπος.