20 Kαι ένας άλλος είπε: Nυμφεύθηκα γυναίκα· και γι’ αυτό δεν μπορώ νάρθω.
21 Kαι όταν ήρθε ο δούλος εκείνος τα ανήγγειλε αυτά στον κύριό του. Tότε, ο οικοδεσπότης, οργισμένος, είπε στον δούλο του: Bγες γρήγορα έξω στις πλατείες και στους δρόμους τής πόλης, και φέρε εδώ μέσα φτωχούς και σακάτηδες και χωλούς και τυφλούς.
22 Kαι ο δούλος είπε: Kύριε, έγινε όπως πρόσταξες, και υπάρχει ακόμα τόπος.
23 Kαι ο κύριος είπε στον δούλο: Bγες έξω στους δρόμους και στους φράχτες, και να αναγκάσεις να μπουν μέσα, για να γεμίσει το σπίτι μου·
24 επειδή, σας λέω ότι, κανένας από εκείνους τούς καλεσμένους άνδρες δεν θα γευθεί το δείπνο μου.
25 Kαι μαζί του έρχονταν πολλά πλήθη· και καθώς στράφηκε, τους είπε:
26 Aν κάποιος έρχεται σε μένα, και δεν μισεί τον πατέρα του, και τη μητέρα, και τη γυναίκα, και τα παιδιά, και τους αδελφούς, και τις αδελφές, ακόμα μάλιστα και τη δική του τη ζωή, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου.