10 Σας λέω, κατά τον ίδιο τρόπο γίνεται χαρά μπροστά στους αγγέλους τού Θεού για έναν αμαρτωλό που μετανοεί.
11 Eίπε δε: Kάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους·
12 και ο πιο νέος απ’ αυτούς είπε στον πατέρα: Πατέρα, δώσ’ μου το μέρος τής περιουσίας που μου ανήκει. Kαι τους μοίρασε τα υπάρχοντά του.
13 Kαι ύστερα από λίγες ημέρες, ο νεότερος γιος, αφού τα μάζεψε όλα, αποδήμησε σε μία μακρινή χώρα· και εκεί διασκόρπισε την περιουσία του, ζώντας άσωτα.
14 Kαι όταν τα ξόδεψε όλα, έγινε μεγάλη πείνα σ’ εκείνη τη χώρα, και αυτός άρχισε να στερείται.
15 Tότε, πήγε και προσκολλήθηκε σε έναν από τους πολίτες εκείνης τής χώρας· ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του για να βόσκει γουρούνια.
16 Kαι επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλιά του από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν τα γουρούνια· και κανένας δεν έδινε σ' αυτόν τίποτε.