13 Kαι ύστερα από λίγες ημέρες, ο νεότερος γιος, αφού τα μάζεψε όλα, αποδήμησε σε μία μακρινή χώρα· και εκεί διασκόρπισε την περιουσία του, ζώντας άσωτα.
14 Kαι όταν τα ξόδεψε όλα, έγινε μεγάλη πείνα σ’ εκείνη τη χώρα, και αυτός άρχισε να στερείται.
15 Tότε, πήγε και προσκολλήθηκε σε έναν από τους πολίτες εκείνης τής χώρας· ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του για να βόσκει γουρούνια.
16 Kαι επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλιά του από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν τα γουρούνια· και κανένας δεν έδινε σ' αυτόν τίποτε.
17 Όταν δε ήρθε στον εαυτό του, είπε: Πόσοι μισθωτοί τού πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί, και εγώ χάνομαι από την πείνα!
18 Aφού σηκωθώ, θα πάω στον πατέρα μου, και θα του πω: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου·
19 και δεν είμαι πια άξιος να ονομαστώ γιος σου· κάνε με σαν έναν από τους μισθωτούς σου.